- ασυστολία
- ηέλλειψη καρδιακής συστολής, καρδιακή ανεπάρκεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυστολικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ασυστολία 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ασυστολία … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek